- οὕννων
- ἔννων , ἔννουςthoughlfulmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αττίλας — (5ος αι. μ.Χ.). Βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το 453. Διαδέχτηκε τον Ρουγίλα και μοιράστηκε την εξουσία έως το 442 με τον αδελφό του Βλέδα, που ο ίδιος σκότωσε. Όταν έμεινε μόνος, ένωσε κάτω από την εξουσία του όλες τις λευκές φυλές των… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Ζαβέρ Χαν — (6ος αι. μ.Χ.). Ηγεμόνας των Κουτριγούρων Ούννων, που κατοικούσαν γύρω από τη σημερινή Αζοφική θάλασσα. Το 559 ο Ζ.X. πέρασε τον Δούναβη και εισέβαλε στην περιοχή της Κάτω Μοισίας (Βουλγαρία) με σκοπό να λεηλατήσει τις ευρωπαϊκές επαρχίες του… … Dictionary of Greek
Κρίμχιλντ — I (Kriemhild). Πρόσωπο της γερμανικής μυθολογίας. Αρχικά αποτελούσε προσωποποίηση των δυνάμεων του σκότους και του θανάτου. Στις σκανδιναβικές χώρες το όνομα Κ. εξακολουθεί να έχει μυθικό χαρακτήρα και να αποδίδεται σε υπερφυσικά όντα. Όμως, στο… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Οστρογότθοι — (= ανατολικοί Γότθοι). Κλάδος της γερμανικής φυλής των Γότθων, οι οποίοι στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. μετανάστευσαν από τη Βαλτική στη νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Δον. Ο Δνείστερος τους χώρισε … Dictionary of Greek
Ουιγούροι — Τουρκικός λαός, που πιθανόν να είναι ο ανατολικότερος κλάδος των αρχαίων Τούρκων. Κυριάρχησαν στην Κασγαρία από τον 10o έως τον 12o αι. και δέχτηκαν τον ισλαμισμό όπως και τα άλλα τουρκικά φύλα. Χρησιμοποιούσαν για τη γραφή, ακόμα και μετά τον… … Dictionary of Greek
μαρκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Συρακουσών. Καταγόταν από την Ανατολή και ήταν μαθητής του Απόστολου Πέτρου. Δολοφονήθηκε από Ιουδαίους των Συρακουσών. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Οκτωβρίου. 2. Μ. και Μαρτύριος οι… … Dictionary of Greek
ουννάρχης — οὐννάρχης, ὁ (Μ) ο αρχηγός τών Ούννων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οὖννοι + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης] … Dictionary of Greek